- πατροκτόνος
- οο φονιάς του πατέρα του.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
πατροκτόνος — murdering one s father masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πατροκτόνος — ο, η / πατροκτόνος, ον, ΝΜΑ αυτός που φονεύει τον πατέρα του αρχ. 1. αυτός που αναφέρεται στην πατροκτονία (α. «πατροκτόνον μίασμα» το μόλυσμα τής πατροκτονίας, Αισχύλ. β. «πατροκτόνος δίκη» η τιμωρία τής πατροκτονίας, Σοφ.) 2. φρ. «χεὶρ… … Dictionary of Greek
πατροκτόνον — πατροκτόνος murdering one s father masc/fem acc sg πατροκτόνος murdering one s father neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πατροκτόνε — πατροκτόνος murdering one s father masc/fem voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πατροκτόνοι — πατροκτόνος murdering one s father masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πατροκτόνοις — πατροκτόνος murdering one s father masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πατροκτόνου — πατροκτόνος murdering one s father masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πατροκτόνους — πατροκτόνος murdering one s father masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πατροκτόνων — πατροκτόνος murdering one s father masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πατροκτόνῳ — πατροκτόνος murdering one s father masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)